- κατιοντικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κατιόν ή στα κατιόντα ή που πραγματοποιείται στην περιοχή τής καθόδου ενός ηλεκτροχημικού στοιχείου («κατιοντική δράση»)2. χημ. αυτός που τα μεγαλομόριά του έχουν κατιόντα με δραστικές ομάδες («κατιοντικές ρητίνες»).
Dictionary of Greek. 2013.